ἐξουθενῶ

ἐξουθενῶ
ἐξουθενέω
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐξουθενέω
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ἐξουθενέω
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐξουθενέω
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ἐξουθενόω
pres subj act 1st sg
ἐξουθενόω
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξουθενώνω — (AM ἐξουθενῶ, όω και έω) 1. περιφρονώ, εξευτελίζω («τῆ μεγαλουχίᾳ τῆς αὐτοῡ δικαίως ἐξουθένωται») 2. εκμηδενίζω, αφανίζω τελείως αρχ. μσν. δεν αποδίδω καμιά σημασία, παραβλέπω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ουθενώνω (< ουθείς, μτγν. τ. τού… …   Dictionary of Greek

  • παρεξουθενώ — έω, Α θεωρώ κάτι μηδαμινό και ασήμαντο, περιφρονώ σε πολύ μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξουθενῶ «περιφρονώ, εκμηδενίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεξουδενώ — και συνεξουθενῶ, έω, Μ χλευάζω κάποιον συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξουδενῶ / ἐξουθενῶ «περιφρονώ, εξευτελίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”